Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὡς βέλτιστος

См. также в других словарях:

  • βέλτιστος — best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η …   Dictionary of Greek

  • βελτίστω — βέλτιστος best masc/neut nom/voc/acc dual βέλτιστος best masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστων — βέλτιστος best fem gen pl βέλτιστος best masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστως — βέλτιστος best adverbial βέλτιστος best masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίσταις — βέλτιστος best fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστη — βέλτιστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστην — βέλτιστος best fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστης — βέλτιστος best fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστοις — βέλτιστος best masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»