-
1 βέλτιστος
βέλτιστος, superl. zu ἀγαϑός, der trefflichste, beste; häufig ὦ βέλτιστε, Plat. u. Ar. aus der Umgangssprache, ironisch; τὸ βέλτιστον, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste, ὠφέλιμον erklärt, Plat. Alc. II, 145 c; βέλτιστα, aufs beste, Plat. u. Folgde; ἀπὸ τοῦ βελτίστου Dion. Hal. 1, 76. Bei Xen. Ath. 1, 5. 3, 10 stehen οἱ βέλτιστοι u. τὸ βέλτιστον, optimates, dem δῆμος entgegen.
-
2 βελτιστος
-
3 βέλτιστος
βέλτιστοςbest: masc nom sg -
4 βέλτιστος
βέλτιστος, der trefflichste, beste; τὸ βέλτιστ, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste,; βέλτιστα, aufs beste -
5 βέλτιστος
ος, ον наилучший, отличный, превосходный;τό μη χείρον βέλτιστον ( — выбирать) наименьшее зло;
§ σού εύχομαι τα βέλτιστα — желаю тебе всего наилучшего
-
6 βέλτιστος
-η,-ον A 4-0-0-0-2=6 Gn 47,6.11; Ex 22,4(bis); 2 Mc 14,30sup. of ἀγαθός; best -
7 βέλτιστος
A best, most excellent,β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765
; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl. 1172, Antiph.289, Pl.R. 337e, etc.;ὦ βέλτιστε σύ Eub.106
;ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg. 515a
;ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg. 902a
;βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76
;ὑπὲρ τὸ β. A.Ag. 378
; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd. 99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.;τὰ β. βουλεύειν Th.4.68
;οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7
(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv.βέλτιστα X.Oec.7.29
, etc.;βελτίστως Simp. in Cael.419.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέλτιστος
-
8 βελτίστω
βέλτιστοςbest: masc /neut nom /voc /acc dualβέλτιστοςbest: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————βέλτιστοςbest: masc /neut dat sg -
9 βελτίστη
βέλτιστοςbest: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————βέλτιστοςbest: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 βελτίστων
βέλτιστοςbest: fem gen plβέλτιστοςbest: masc /neut gen pl -
11 βελτίστως
βέλτιστοςbest: adverbialβέλτιστοςbest: masc acc pl (doric) -
12 βέλτιστον
βέλτιστοςbest: masc acc sgβέλτιστοςbest: neut nom /voc /acc sg -
13 βελτίσταις
βέλτιστοςbest: fem dat pl -
14 βελτίστην
βέλτιστοςbest: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 βελτίστης
βέλτιστοςbest: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 βελτίστοις
βέλτιστοςbest: masc /neut dat pl -
17 βελτίστοισιν
βέλτιστοςbest: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
18 βελτίστου
βέλτιστοςbest: masc /neut gen sg -
19 βελτίστους
βέλτιστοςbest: masc acc pl -
20 βέλτιστα
βέλτιστοςbest: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
βέλτιστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
βελτίστω — βέλτιστος best masc/neut nom/voc/acc dual βέλτιστος best masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστων — βέλτιστος best fem gen pl βέλτιστος best masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστως — βέλτιστος best adverbial βέλτιστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίσταις — βέλτιστος best fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστη — βέλτιστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστην — βέλτιστος best fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστης — βέλτιστος best fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστοις — βέλτιστος best masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)